Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

είναι περήφανο τ'

  • 1 αφτί

    το
    1) ухо;

    γαϊδουρίσια αφτια — ослиные уши;

    βουλώνω τ' αφτιά — затыкать уши;

    βουίζουν τ' αφτιά μου — в ушах звенит;

    τραβώ τ' αφτία — или πιάνω από τ'αφτί — драть за уши;

    2) слух;

    έχω γερό αφτί — иметь хороший слух;

    τρυπ τ' αφτιά — резать слух;

    δεν έχω (μουσικό) αφτί — не иметь (музыкального) слуха;

    4) ручка, ушко (сосуда, сумки и т. п.);

    βάζω αφτί — прислушиваться;

    τεντώνω ( — или τσιτώνω, στήνω, στυλώνω) τ' αφτί ( — или τ' αφτιά) — или 2χω τεντωμένο τ' αφτί — или έχω τεντωμένα τ' αφτια — с) навострить уши, насторожиться; — б) держать ухо востро;

    έχει τσιτωμένα τ' αφτιά του — у него ушки на макушке;

    είναι περήφανο τ' αφτ μου — быть тугим на ухо;

    κάτι πήρε τ' αφτί μου — я что-то слышал об этом (краем уха);

    μου πήρες τ' αφτιά με τίς φωνές σου — у меня барабанные перепонки лопнут от твоего крика;

    αφτί καί μάτι ( — держи) ушки на макушке, смотри в оба;

    δεν πιστεύω (σ)τ' αφτιά μου — не верить своим ушам;

    λέγω ( — или ψιθυρίζω) κάτι στο αφτί — говорить что-л, на ухо, нашёптывать;

    του το σφύριξαν στ' αφτί — это ему подсказали;

    κοκκινίζουν τ' αφτιά από ντροπή — а) покраснеть до ушей от стыда; — б) уши вянут;

    φτάνω στ' αφτιά κάποιου — доходить до чьйх-л. ушей; — становиться известным кому-л.;

    ρίχνω ( — или κατεβάζω) τ' αφτιά — поджать хвост, испугаться;

    απ' το στόμα σου και στού Θεού τ' αφτί — да сбудутся твои слова;

    από τ' αφτί και στο δάσκαλο — поспешно, наспех, живо;

    μου 'φάγε τ' αφτιά — он мне все уши прожужжал, протрубил;

    δεν ιδρώνει τ' αφτί του — он и ухом не ведёт; — он и в ус не дует;

    του μπήκαν ψύλλοι στ' αφταφτb7)αφτιά — его охватило подозрение; — он начал беспокоиться;

    είμαι (или γίνομαι) όλος αφτιά превращаться в слух, слушать во все уши;

    γελουν και τ' αφτιά μου — быть вне себя от радости;

    από το 'να αφτί του μπαίνει κι' από τ' άλλο βγαίνει — погов, у него в одно ухо влетает, в другое вылетает;

    κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει погов, сытый голодного не разумеет;
    κι' οι τοίχοι έχουν αφτιά погов, и у стен есть уши

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αφτί

См. также в других словарях:

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • Χομπς, Τόμας — (Hobbes, Ουέστπορτ 1588 – Χάρντουικ 1679). Άγγλος φιλόσοφος. Αφού τελείωσε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στην Οξφόρδη, έκανε ένα πρώτο ταξίδι στην ηπειρωτική Ευρώπη ως κηδεμόνας του γιου του λόρδου Κάβεντις. Γυρίζοντας στην Αγγλία,… …   Dictionary of Greek

  • Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …   Dictionary of Greek

  • Τάσο, Τορκουάτο — (Tasso, Σορέντο 1544 – Ρώμη 1595). Ιταλός ποιητής. Γιος του λόγιου Μπερνάρντο, έζησε θλιμμένη παιδική ζωή εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της μητέρας του, της έλλειψης μόνιμης κατοικίας και της ανάγκης να παρακολουθεί από παιδί, τον περιπλανώμενο… …   Dictionary of Greek

  • ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… …   Dictionary of Greek

  • Άκμπαρ — (Ουμαρκότ 1542 – Άγκρα 1605).Ο επιφανέστερος αυτοκράτορας της μογγολικής δυναστείας στην Ινδία. Έμεινε γνωστός ως ο κατεξοχήν Μέγας Μογγόλος (το όνομά του σημαίνει μέγας). Απόγονος του Ταμερλάνου και του Μπαμπέρ, ανέβηκε στον θρόνο 14 ετών και… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»